ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ!!!

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ Ν. ΜΠΟΥΤΣΙΑΔΗ

Ο Σπύρος Μπουτσιάδης γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1942 , στην Αμμουδάρα Καστοριάς.
Το 5ο στη σειρά παιδί της γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας του Νικολάου και της Βασιλικής Μπουτσιάδη , (είχαν ήδη στην οικογένεια τρία κορίτσια, την Ελένη , τη Βαγγελή και τη Σοφία και ένα αγόρι, το Ζήση).
Τα πρώτα παιδικά χρόνια, αμέσως μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη δύνη του Εμφυλίου Πολέμου, ήταν χρόνια δύσκολα με πολύ αγώνα , για επιβίωση και αξιοπρεπή ύπαρξη στη ζωή και την κοινωνία.
Εμπειρίες και παραστάσεις έντονα χαραγμένες στην παιδική ψυχή , έμελλε να γίνουν τα βιώματα που ατσάλωσαν και πείσμωσαν το μικρό Σπύρο, διδάσκοντας του ότι τίποτα δε χαρίζεται στον κόσμο και όλα κερδίζονται με πολλή δουλειά, υπομονή και επιμονή.
Το 1955 σε ηλικία 13-14 ετών , φεύγει για πρώτη φορά από την Αμμουδάρα για την Καστοριά , αναζητώντας την τύχη του στην γούνα , με άλλα παιδιά της ηλικίας του.
Εξ’ αρχής τον κερδίζει η ομορφιά της πόλης και η γοητεία της λίμνης , που απ’ την πρώτη στιγμή την αποκαλούσε «λίμνη μου».
Μαθαίνει τη γουναρική τέχνη , που θα ήταν ως το τέλος της ζωής του το κυρίως επάγγελμα , δίνοντάς του ό, τι χρειαζόταν, μα πάνω απ’ όλα την ελευθερία να επιλέγει τα χόμπυ και τους φίλους του.
Το 1959-60 με παρότρυνση του φίλου του Μάκη Ζερμιά , γνωρίζει το Ναυτικό Όμιλο Καστοριάς, όπου περνά τον ελεύθερο χρόνο του αθλούμενος , υπό την καθοδήγηση του κ. Γεωργίου Κωνσταντίνου (Γκας).
Μετά από σειρά προπονήσεων και σε διάστημα λίγων μηνών , παίρνει για πρώτη φορά μέρος σε διασυλλογικούς αγώνες κωπηλασίας στη Θεσσαλονίκη. Ακολουθούν αγώνες στα Γιάννενα και πάλι στη Θεσσαλονίκη , όπου το 1960 παίρνει το 1ο χρυσό μετάλλιο.
Το Μάρτιο του 1963 κατατάσσεται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό , στο κέντρο εκπαίδευσης Παλάσκα στο Φάληρο. Στις εξόδους του , βρίσκει τρόπο να δουλεύει σε γουναράδικο , κοντά στο Σύνταγμα , κερδίζοντας τα μικροέξοδά του. Σαν κωπηλάτη, μετά τη βασική εκπαίδευση, τον στέλνουν στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ναυταθλητών (ΕΚΝΑ), τη γνωστή γυμναστική στρατιωτική ναυτική ακαδημία της Ελλάδος.
Η προετοιμασία του 1964 οδήγησε στην πρόκριση για συμμετοχή στους πρώτους διεθνείς αγώνες , στους Βαλκανικούς στη Σόφια της Βουλγαρίας.
Στις 06-09-1964 ανακηρύσσεται 1ος Βαλκανιονίκης στη Σόφια της Βουλγαρίας , σε τετράκωπο με πηδαλιούχο.
Το 1965 βγαίνει 2ος Μεσογειονίκης σε κωπηλατικούς αγώνες , που έγιναν στη Σαμπαούντια της Ιταλίας.
Στις 25-05-1966 βγαίνει 1ος Μεσογειονίκης στα νερά του Νείλου , στο Κάιρο της Αιγύπτου.
Αρχές του Αυγούστου το 1966 , παρά την πρόταση των υπευθύνων να παραμείνει στο ΕΚΝΑ σαν προπονητής, μόνιμος του Ναυτικού, με την υπόσχεση ότι θα συμμετάσχει στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, εκείνος επιλέγει να απολυθεί και να διεκδικήσει τη ζωή , γυρίζοντας στην Καστοριά που τόσο αγαπούσε. Ξαναρχίζει δουλειά στη γούνα , που είναι στα επάνω της, και με πρόεδρο τον κ. Φίλιππα Κοσμά επανέρχεται στο Ναυτικό Όμιλο Καστοριάς , με πολύ δύσκολες συνθήκες.
Το 1966 σε αγώνες στον Πόρο κερδίζει τον τίτλο Πρωταθλητή Ελλάδος ανδρών στο σκιφ.
Το 1967 (30-09-1967) επαναλαμβάνει τον ίδιο θρίαμβο.
Στο εξής σε όσους αγώνες έλαβε μέρος είτε σαν σκιφίστας είτε σε τετράκωπο ή δίκωπο ήταν πάντοτε πρώτος νικητής.
Στη συνέχεια δυο χρόνια γυρίζει στην Ευρώπη για επαγγελματικούς και προσωπικούς λόγους, έπειτα επιστρέφει στην Καστοριά και το 1969 πάλι σε κωπηλατικούς αγώνες στον Πόρο κερδίζει την πρώτη θέση στο σκιφ.
Πλέον ο Ναυτικός Όμιλος Καστοριάς ταυτίζεται με το όνομα Σπύρος Μπουτσιάδης και γίνεται γνωστός σε όλη την Ελλάδα και στον Παγκόσμιο Ναυταθλητικό κόσμο, αναδεικνυόμενος σε πρώτη δύναμη στην κωπηλασία πανελλαδικά. Τα ράφια του ΝΟΚ γεμίζουν κύπελλα και επαίνους και η φωτογραφία του Σπύρου φιγουράρει στα πιο εμφανή σημεία του. Κυρίως όμως φιγουράρει στις ψυχές και στο νου των νέων αθλουμένων , που θέλουν να του μοιάσουν. Η πίεση των επιτυχιών αναγκάζει την πολιτεία να τελειώσει το κτίριο του ΝΟΚ και η Καστοριά πλέον γίνεται φυτώριο κωπηλατών , που μέχρι και σήμερα διακρίνονται μέχρι και στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το 1970 ετοιμάζεται για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και πολλά οκτάστηλα αθηναϊκών εφημερίδων προοιωνίζουν την επιτυχία του. Όμως η τότε Ομοσπονδία κωπηλασίας της Ελλάδος , για άγνωστους λόγους , χωρίς καμιά εξήγηση , προτιμά άλλη συμμετοχή.
Το 1970 σε Πανελλήνιους αγώνες στα Γιάννενα , απαντά και πάλι με πρώτη νίκη.
Σε ηλικία 28 ετών στην πιο καλή στιγμή της καριέρας του , παίρνει την απόφαση να σταματήσει τον πρωταθλητισμό.
Ασχολείται για λίγο σαν προπονητής στον ΝΟΚ , όμως εγκαταλείπει πικραμένος γρήγορα.
Έκτοτε προσηλώνεται στη δουλειά και στην οικογένειά, που δημιουργεί με σύζυγο την κ. Σοφία Καρολίδου , αποκτώντας δυο αγόρια τον Νικόλαο και τον Κωνσταντίνο.
Ο Σπύρος ως το αναπάντεχο τέλος της ζωής του (25-11-2005), χτυπημένος από την επάρατο νόσο , ήταν αγωνιστής , ήταν δυνατός , ήταν η έκφραση της αντοχής , της αυτοπεποίθησης , του τσαμπουκά και του ανδρισμού σε ότι κι αν ασχολιόταν.
Έγινε μύθος στη συνείδηση του αθλητικού , αλλά και του απλού κόσμου , που τον γνώριζε, με το χαρακτηριστικό του αήττητου και πάντα νικητή.
Όλοι εμείς οι συγγενείς του και οι συγχωριανοί του , αισθανόμαστε ιδιαίτερη τιμή και καμάρι γι’ αυτόν , και τον ευχαριστούμε για ό, τι έκανε.