Αμμουδάρα Google maps

Welcome

Καλώς ήλθατε στον δικτυακό τόπο της Αμμουδάρας Καστοριάς

Αμμουδάρα Άργος Ορεστικό Καστοριά

Τοποθεσία – κλιματολογικές συνθήκες
Το χωριό Αμμουδάρα βρίσκεται 17 χλμ νότια της πόλης της Καστοριάς. Απέχει 3 χλμ από το Άργος Ορεστικό, την έδρα του δήμου Ορεστίδος. Συνορεύει με τα χωριά Αμπελοχώρι, Βοτάνι, όπου μέχρι την εφαρμογή του σχεδίου "Καποδίστριας" το 1999 και τη δημιουργία του ευρύτερου δήμου Ορεστίδος, η Αμμουδάρα αποτελούσε την διοικητική έδρα (κεφαλοχώρι) της περιοχής.
Η Αμμουδάρα βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον ποταμό Αλιάκμονα που αποτελεί πηγή ζωής για την ευρύτερη περιοχή, καθώς εκτός από την μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και πανίδας ευνοεί την καλλιέργεια πλήθους εκλεκτών αγροτικών προϊόντων. Η περιοχή συνδυάζει τον πλούσιο κάμπο με λόφους και υψώματα που καλύπτονται από πυκνά δάση βελανιδιάς, φτελιάς, κρανιάς, κέδρου, κράταιγου και άλλων δέντρων χαρακτηριστικών της περιοχής αλλά και πλήθος μανιταριών όπως: βωλίτες, ρουσούλες, μορχέλες, κανθαρέλες, αγαρικά, αμανίτη του καίσαρα κλπ, καθώς το υψόμετρο (περίπου 700 με 800 μέτρα), το κλίμα αλλά και το έδαφος, δημιουργεί ξεχωριστές συνθήκες, διαφορετικές από την υπόλοιπη χώρα.
Το κλίμα της περιοχής είναι ξεχωριστό καθώς η απόσταση από την θάλασσα είναι τουλάχιστο 200-250 χλμ, γεγονός που το καθιστά «ηπειρωτικό», σε μεγαλύτερο βαθμό από την υπόλοιπη επικράτεια, όπου κατά κανόνα το κλίμα είναι εύκρατο. Τα δροσερά καλοκαίρια με αρκετές βροχές αλλά και οι δριμύτατοι χειμώνες με αρκετό χιόνι και εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες, είναι συνθήκες που προσδίδουν ξεχωριστό χαρακτήρα στην περιοχή.

Πληθυσμός
Μετά από μια περίοδο ακμής μέχρι τη δεκαετία του 1970, η πορεία της Αμμουδάρας είναι μάλλον φθίνουσα, τουλάχιστο πληθυσμιακά. Έτσι από τους 450 περίπου κατοίκους και την οικονομική άνθιση πέρασε στην εποχή της παρακμής με αποτέλεσμα στις μέρες μας να αριθμεί μόλις 70 μόνιμους κατοίκους. Οι αιτίες γνωστές και κοινές για όλη την ελληνική περιφέρεια: ανεργία, έλλειψη υποδομών και ίσων ευκαιριών, οδήγησαν το χωριό σε οικονομικό και πληθυσμιακό μαρασμό. Η μετανάστευση σε χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Βέλγιο κ.λ.π.) της Αμερικής (ΗΠΑ, Καναδάς) και την Αυστραλία, αλλά και η εσωτερική μετανάστευση (σε μεγαλύτερες πόλεις της χώρας όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη κ.λ.π.) για την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης ήταν οι κυριότεροι προορισμοί για ένα μεγάλο μέρος των Αμμουδαριωτών.


Οικονομία
Η γεωργία και συγκεκριμένα η καλλιέργεια εκλεκτών οπωροκηπευτικών προϊόντων αποτελούσε την κυριότερη πηγή πλούτου. Τα προϊόντα αυτά πωλούνταν στις λαϊκές αγορές της ευρύτερης περιοχής και μάλιστα ήταν περιζήτητα λόγω της ξεχωριστής ποιότητάς τους.
Μετά το 1960 η επεξεργασία γούνας, εξαιρετικά διαδεδομένη σε όλο το νομό Καστοριάς αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, αποτέλεσε μια ελπιδοφόρα εναλλακτική λύση, για όσους δεν ήθελαν να ασχοληθούν με τη γεωργία. Όχι όμως για πολύ, αφού η κρίση που έπληξε τον κλάδο μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, επηρέασε αρνητικά όλη την περιοχή.
Οι κάτοικοι της Αμμουδάρας, στράφηκαν και πάλι στην γεωργία, την οποία άλλωστε δεν εγκατέλειψαν ποτέ, με τη μορφή μονοκαλλιέργειας αυτή τη φορά. Μετά την καλλιέργεια καπνού μέχρι και τη δεκαετία του 1970, η καλλιέργεια φασολιών ήταν η τελευταία επιλογή. Το δροσερό κλίμα της περιοχής κατά την διάρκεια του καλοκαιριού και οι αρκετές βροχές της άνοιξης, αποτέλεσαν τα κυριότερα πλεονεκτήματα της περιοχής που οδήγησαν στην καλλιέργεια ενός τόσο ευαίσθητου προϊόντος όσο το φασόλι. Εξάλλου τα κίνητρα που δινόταν από την πολιτεία και οι επιδοτήσεις όχι μόνο για τον πρωτογενή τομέα της καλλιέργειας αλλά και τον τομέα της συσκευασίας, τυποποίησης και οργανωμένης διάθεσης του φασολιού, οδηγούσαν όλο και περισσότερους αγρότες να στραφούν προς τη μονοκαλλιέργεια φασολιού. Ωστόσο οι αλλαγές που παρατηρούνται παγκοσμίως στις κλιματολογικές συνθήκες, επηρέασαν και την καλλιέργεια φασολιού.
Τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια καύσωνα και οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας, αποτέλεσμα της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής έφεραν τους αγρότες πολλές φορές αντιμέτωπους με το φάσμα της καταστροφής. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν στο παγκόσμιο εμπόριο λόγω παγκοσμιοποίησης, είχαν επιπτώσεις και στην καλλιέργεια και κυρίως στην εμπορεία και διάθεση του φασολιού αφού μεγάλο μέρος της παραγωγής εξαγόταν σε Ευρώπη και Αμερική. Το άνοιγμα των συνόρων και οι αθρόες εισαγωγές από Βουλγαρία, Αλβανία, Τουρκία αλλά και Κίνα μεγάλων ποσοτήτων αμφιβόλου ποιότητας φασολιών που είχαν όμως το πλεονέκτημα της εξευτελιστικά χαμηλής τιμής, έθεσαν τους παραδοσιακούς καλλιεργητές φασολιού της Καστοριάς ουσιαστικά εκτός μάχης. Από την άλλη πλευρά η αλλαγή τακτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα αγροτικής πολιτικής: περιορισμός ή και διακοπή επιδοτήσεων, αναστολή δασμών προς τα εισαγόμενα από τρίτες χώρες γεωργικά προϊόντα, ήταν άλλη μια αρνητική εξέλιξη που έκοψε τα φτερά των ντόπιων καλλιεργητών.


Ιαματικά Λουτρά Αμμουδάρας
Επίσης η Αμμουδάρα είναι γνωστή για τα Ιαματικά λουτρά, λόγω των θειούχων πηγών που έχει την τύχη να διαθέτει. Με προσωπική εργασία των κατοίκων αλλά και κάποιες (μικρές) κρατικές επιδοτήσεις στις μέρες μας τα Ιαματικά λουτρά Αμμουδάρας στεγάζονται σε σύγχρονες εγκαταστάσεις και αποτελούν πόλο έλξης για τους κατοίκους των γύρω περιοχών και όχι μόνο, αφού δίπλα στις εγκαταστάσεις των υδρο-θεραπευτηρίων, υπάρχει σύγχρονος ξενώνας με δυνατότητα άνετης διαμονής για 20 άτομα τουλάχιστο.
Οι δυνατότητες αξιοποίησης του ανεκτίμητου αυτού πλούτου είναι πολλές αλλά προς το παρόν ανεκμετάλλευτες.

Απολιθώματα
Η περιοχή είναι επίσης γνωστή για τον γεωλογικό της πλούτο, αφού εκτός των Ιαμματικών πηγών, το ηφαιστειακό ιζηματογενές υπέδαφος, ευνοεί τη διατήρηση απολιθωμάτων δέντρων, μικρών φυτών, φυκιών καθώς και θαλάσσιων οργανισμών όπως κοχύλια, μαλάκια και ψάρια, παλαιότερων γεωλογικών περιόδων, όταν η περιοχή αποτελούσε μέρος του βυθού της θάλασσας. Το γεωλογικό μουσείο που βρίσκεται στο χωριό «Νόστιμο» (13 χλμ νότια της Αμμουδάρας), είναι μια πρώτη αλλά πολύ καλή προσπάθεια των τοπικών φορέων για την ανάδειξη αυτής της φυσικής κληρονομιάς. Στο μουσείο του Νοστίμου μπορεί να δει κανείς πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, όπως απολιθωμένοι κορμοί δέντρων, φύλλα δέντρων και πολλά άλλα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα εκθέματα. Αξίζει λοιπόν να επισκεφθείτε το μουσείο αυτό αν βρεθείτε στην περιοχή.

Πολιτιστικός Σύλλογος Αμμουδάρας
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμμουδάρας, ιδρύθηκε το 1978 από νέους του χωριού και έχει μεγάλη δράση αποτελώντας ουσιαστικά τον κύριο φορέα αντιπροσώπευσης και έκφρασης των κατοίκων του χωριού, αλλά και παράγοντα διαφύλαξης της παράδοσης και κληρονομιάς του χωριού. Θέτοντας υπό την προστασία του τα λιγοστά ιστορικά κτίρια και μνημεία φυσικής αλλά και ανθρώπινης κληρονομιάς. Με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει μέσω των ελλειπέστατων χρηματοδοτήσεων από το δήμο, αλλά κυρίως από έσοδα που εξασφαλίζει από εκδηλώσεις που διοργανώνει κατά καιρούς, όπως παραδοσιακά γλέντια, εορταστικές εκδηλώσεις, έκδοση και πώληση ημερολογίων αλλά και διοργάνωση διαγωνισμών σκάκι, τάβλι κλπ, καταφέρνει να κρατά το ενδιαφέρον και να γίνεται ουκ ολίγες φορές αντικείμενο θετικών σχολίων από τους κατοίκους των γύρω περιοχών αλλά και από τους ίδιους τους κατοίκους της Αμμουδάρας που συμμετέχουν με ιδιαίτερη θέρμη σε όλες τις προσπάθειες.
Εκτός από την επισκευή και βελτίωση των δημόσιων χώρων (πλατείες, πάρκα, παιδικές χαρές), έχει αναλάβει και την διαφύλαξη ιστορικών κτιρίων όπως η εκκλησία του Αγίου Νικολάου η οποία χρονολογείται από το 1893, αλλά και του δημοτικού σχολείου του χωριού (το οποίο έπαψε να λειτουργεί από το 1984) και αποτελεί χώρο συγκεντρώσεων και δημόσιων εκδηλώσεων (πέρα από τον «άχαρο» ρόλο του εκλογικού κέντρου).
Η προσπάθεια αυτών των παιδιών (αλλά και όλων των μεγαλύτερων που προσφέρουν ανιδιοτελώς την πολύτιμη βοήθειά τους), είναι αξιοπρόσεχτη και αν μη τι άλλο αξιοσέβαστη.





ΕΚΛΟΓΕΣ...

Φασουλής και Περικλέτος,


ο καθένας νέτος σκέτος.


του Γεωργίου Σουρή (1853-1919)





Φ. – Εδόξασα τον Θοδωρή, τον γέρο παππουλάκο,
που δέκατό του βάπτισε τον κύριο Κυριάκο.
Πάλιν εμεγαλύνθησαν τα κατορθώματά του
σαν έβαλε τον Λυγινό στη θέση του δεκάτου.

Συνδυασμοί συνδυασμών... ψυχρός μη μένεις λίθος,
Λεβίδης και Κορδόναρος παλεύουν στήθος στήθος.
Λεβίδης και Κορδόναρος... μην κάθεσαι στο στρώμα,
ο Θοδωρής τον έκανε κι ο Νικολής ακόμα.


Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά,
καθένας τουρτουρίζει,
κι ο Νικολής, τεμπελχανά,
κι εδώ κι εκεί γυρίζει.


Φτερώνουν τις πατούνες των χορεύτριες τσακίστρες,
λάμπουν τα χιόνια στα βουνά και βγάζομε χιονίστρες,

κι ακούραστος ο Νικολής,
πρώην του γέρου προσφιλής,
γυρνά στις έξω τις μεριές
και δώστου κάνει κουμπαριές.


Τ΄ απόσκι΄ απόσκια περπατεί,
τ΄ απόζερβα πηγαίνει,
ψήφους κουμπάρων του ζητεί,
σε σπίτια μπαινοβγαίνει.

Καλώς τον Νικολάκη μας, καλώς τον Νικολή μας,
που πάλι καταδέχεται να μπει μες στην αυλή μας.
Πώς ήταν τούτο το καλό κι επήρες παγανιά
τις περασμένες κουμπαριές μ΄ αυτήν την παγωνιά;

Κάτσε και θα τους κόψομε, κυρ Νικολή, τον βήχα,
κάτσε και για την όρεξη να πιεις καμιά μαστίχα,
και στις μπαρμπέτες του παππού να μην αφήσεις τρίχα.



Φαντάσου, φίλε μασκαρά,
να πέφτ΄ η κόρη του Βορρά,
και συ να τρέχεις – πω! πω! πω!
στο Σάλεσι, στον Ωρωπό,
στα Σπάτα, στο Μενίδι...
χαρά στον τον Λεβίδη.

Έρχεται κι ο Καρνάβαλος να δώσει και να πάρει,

συνδυασμών συνδυασμοί,
παροξυσμών παροξυσμοί,
κουμπάρες και κουμπάροι.

Δόξα σ΄ εκείνους, πούκαναν τον Ντεληγιαννικό,
σ΄ εκείνους, που θα κάνουνε τον Θεοτοκικό,
σ΄ εμάς, που θα ψηφίσομε και τρίτο λαϊκό.

Π. – Τι κάθεσαι και τσαμπουνάς και τον καιρό σου χάνεις;...
σκάσε, δεν είσαι ποιητής... το γράφει κι ο κυρ Γιάννης,
που στέλλει, δόλιε Φασουλή, μέσ’ από τα Παρίσια
σε συμμορίες μαλλιαρών διπλώματα περίσσια
γλωσσολογίας, κριτικής, σοφίας και ποιήσεως,
και γλωσσολόγος έγινε και κριτικός εκ φύσεως.

Δεν ξέρεις πώς εχάρηκα σαν είδα, μπεχλιβάνη,
την ρομπατσίνα την γερή του Γάλλου του κυρ Γιάννη.
Και ποιος αλήθεια με χαρά και γέλια δεν θ΄ ακούσει
πως βάλθηκε κι ο Γιαννακός πατόκορφα να λούσει
τον Φασουλή τον μασκαρά, το πρόστυχο μυαλό,
του κάρρου το περίτριμμα, τον τρελλο-Νικολό;

Δεν ξέρεις πώς εχάρηκα γι΄ αυτήν την ρομπατσίνα.
Φ. – Αλήθεια πώς δεν έπεισε κι ο Κόντες τον Ρετσίνα
συνδυασμό, βρε Περικλή, στον Πειραιά να κάνει;
Π. – Δεν ξέρεις πώς μ΄ ελάφρωσαν τα λόγια του κυρ Γιάννη.

Φ. – Και πάλι με τας εκλογάς ο Κόντες μας δεν φλέγεται

κι ούτε καρφί του καίγεται.
Στων εκλογών την κάμινον
νομίζει πάντων άμεινον
να κάθεται σπιτάκι του,
να δένει το μπατζάκι του,
και να κοιτά το τζάκι του.



Σήκω, Κορφιάτη τσελεπή,
και κοίτα τον Λεβίδη
πώς πάει μες στο Κορωπί,
πώς πάει στο Μενίδι.



Πάλι μας τόστρωσες βαριά,
σήκω μες στην αντάρα
να κάνεις έξω στα χωριά
και συ καμιά κουμπάρα.

Π. – Σκάσε, δεν είσαι ποιητής, προστυχομαθημένε,
κι ο κυρ Γιαννάκης τόγραψε, κι οι μαλλιαροί το λένε.
Χίλιες φορές σου τόλεγα στον καφενέ, τεμπέλη,
για το καλό σου να γενείς του μαλλιαρού κοπέλι.
Χίλιες φορές σου φώναξα στου βίου τον αγώνα
για το καλό σου Παρθενό να λες τον Παρθενώνα,
κι ο Βασιλιάς πως έπρεπε να γίνει Βασιλές,
μα και την υπερέτρια ΄περέτρα να την λες.

Χίλιες φορές σου τάλεγα, κι αν άκουγες εμένα

σαν φρόνιμος αληθινός,
ο Γιάννος ο Παρισινός
με δίπλωμα ποιητικό θα τύλιγε και σένα,
και σ΄ όποια πάγκα πήγαινες το δίπλωμα να δείξεις
μπορούσες όσες ήθελες χιλιάδες να τραβήξεις.

Εκείνο του το δίπλωμα θάταν ως είδος τσέκι,
μα συ ποτέ δεν άκουσες τα λόγια μου, ζευζέκη.
Δεν βλέπεις, βρε, τους μαλλιαρούς πώς πλούτισαν και τούτοι
μόνο με τα διπλώματα του Πάπα των, τσιφούτη;

Γι΄ αυτό δεν καταδέχονται στα βιβλιοπωλεία
να πουληθούν της μαλλιαρής μαλάκας τα βιβλία,
και χρήσις των δεν γίνεται μήτε στ΄ αφοδευτήρια,
κι ούτε του πλήθους δέχονται κοινά συγχαρητήρια.

Εδώ στον τόπο των Ρωμηών, που μπρος σε κάθε μάνδρα
κοιτάζεις κι έναν κριτικό και γλωσσολόγον άνδρα,
που με γλωσσολογήματα κάθε μυαλό γανώνεται,
κι ως γλωσσολόγος εμβριθής δικαίως στεφανώνεται
καθένας μπαμπακόσπορος και φραγκολεβαντίνος,
δεν μπόρεσες ν΄ ανυψωθείς μονάχα συ το κτήνος.

Φ. –
Ξύπνα, Κόντε, ρόλο παίξε,
σήκω δράσε, σήκω τρέξε.
Μες στην κοσμοχαλασιά
συ γυρεύεις ζεστασιά,
κορτετζάρεις την θερμάστρα,
κι ο Λεβίδης, σεβνταλή,
για το κόμμα πιλαλεί
με τον ήλιο και με τ΄ άστρα.



Άκου των φίλων την κραυγή
και ξύπνα, χασομέρη,
πριν πάρ΄ η δόλια χαραυγή,
το δόλιο μεσημέρι.

Κουνήσου τούτη τη φορά κι άκουσε τι σου λένε,
τουλάχιστον στον Πειραιά να ξαναπάς, καημένε.
Μην είσαι τόσο ντροπαλός, μην κάνεις σαν κορίτσι,

και με σκεπάσματα πολλά
σύρε να βρεις τον Δαμαλά,
να βρεις και τον Σκυλίτση.

Π. – Τι καλά που σου τα λέει κι ο κυρ Ζαν ο φαλακρός,
μέσα στους μεγάλους νούδες νους απέμεινες μικρός.
Κι όπως γράφει κι ο κυρ Γιάννης έχεις μιαν αναμελιά

και ζωώδη τεμπελιά,
που σου πρέπει, βρε τσολιά,
μία περικεφαλιά.

Σούπα: τους ρυθμούς παραίτα των πεζών των αναπαίστων
και τον Μυστικό τον Δείπνο Μυστικό Τσουμπούσι πες τον,
κι άιντε τόκα, κυρ Ιούδα, κι άιντε το κρασί να τρέξει,
και σπληνάντερο να φάμε κι ωχ! αμάν, Χριστέ, κι ας φέξει.


Συ δεν δίνεις μια πεντάρα
για της γλώσσας την αντάρα,
κι ενώ βλέπεις τον κυρ Γιάννη στο Παρί ν΄ αγκομαχά

με τη γλώσσα, δεν σε μέλει,
και φροντίζεις μοναχά πώς να βγάζεις το καρβέλι.


Φ. –
Κορφιάτη μου, μην το κουνείς,
και φίλος ας μη βγει κανείς.
Κοιμήσου, χαϊδεμένε μου, κι η μοίρα σου δουλεύει,
κι υποψηφίους βουλευτάς ο Νικολής χαλεύει.

Ο κύριος Πρωθυπουργός, ο γίγας των γιγάντων,
μετά πολλά τον δέκατον τον βρήκε τέλος πάντων,

και τώρ΄ ακούς εδώ κι εκεί
να σκούζουν οι Κορδονικοί
πως ο Λεβίδης ο πιστός, ο Σύμβουλος ο τέως,
θα μείνει στον συνδυασμό πρώτος και τελευταίος.


Ροδίζει στην Ανατολή,
στην Πίνδο ξημερώνει,
και μ΄ έν΄ αντάμειψε φιλί
του κόμματος τον Νικολή,
που θαύματα σκαρώνει.

Π. – Των μαλλιαρών η γλώσσα δεν σε γεμίζει πάθος,
εσύ δεν έχεις ύψος, εσύ δεν έχεις βάθος.
Συ μόνο με τον όχλο πηγαίνεις πλάι πλάι,
δεν ξέρεις την Μιράντα, μήτε την Λορελάυ,

τ’ ανάερα μαγνάδια,
τα σύγκρυα σκοτάδια,
και τ΄ άλλο, βρε μαγκούφη,
που δεν τα νιώθουν μπούφοι.

Συ Πήγασο δεν έχεις με σέλα και καπίστρι,

μήτε φτερό για πένα,
κι ανάερης μουλάρας δεν σε κεντρίζουν οίστροι,

που κάνουν τον καθένα
μεγάλο γλωσσολόγο και ποιητή τρανό
σαν τον Μυριανθούση και τον Μελαχρινό.

Εσύ τις αναγούλες δεν ψάλλεις τις ψηλές,

μόνο τις χαμηλές.
Εσένα, βρε, σε νιώθει κι ο γύφτος κι ο μανάβης,
μα τούτοι προστυχιάζουν όταν τους καταλάβεις.

Εσύ δεν είσαι ποιητής ασύλληφτης ιδέας,
είσαι το κατακάθισμα της φάρας της χυδαίας.
Δεν είσαι Μούσας γέννημα λεφτό και ντιλικάτο
κι η Μούσα με το μούσι σου βρωμίζει και μολύνεται,
δεν είσαι σαν τους μαλλιαρούς πηγάδι δίχως πάτο,
σκουληκομυρμηγκότρυπα και γρίφος που δεν λύνεται.

Φ. – Ο χορός των Ανιάτων τι περίφημος τωόντι,

Περικλέτο μπαγαμπόντη.
Με θερμάς ευχαριστήσεις απονέμω και μυρίας

προς τας ευγενείς κυρίας,
που για τ΄ Άσυλα φροντίζουν με πολλήν επιμελειά
και για τέτοια βάζουν πάντα στους μεγάλους τα γυαλιά.



Τι να κόψω, τι να ράψω;
πώς να σου τον περιγράψω;
Ήταν κι η κυρία Χι,
Περικλέτο δυστυχή,
κι ήταν κι η κυρία Χε,
λίαν μαλλιαρή, φτωχέ.

Κι είδα τριγύρω μερικούς, που πάσχουν για το κράτος,
την νόσον της ρητορικής νοσούντας ανιάτως.
Κι είδα να πάσχουν μερικοί στην δράσιν της νεότητος
την νόσον την ανίατον της υποψηφιότητος.

Κι είδα μπροστά σακάτηδες και τόσους αναπήρους,
κι υποψηφίους βουλευτάς με λόγους διαπύρους
να προφητεύουν όλοι των ανίατον υγείαν
εις των Ρωμηών την μέλλουσαν νεφελοκοκκυγίαν.

Είδα και πάλιν απαθώς τα πάθη των ανθρώπων,
που καταντούν ανίατα μες στων Ρωμηών τον τόπον,
κι άκουσα ψόφον, Περικλή, πασχόντων υποχθόνιον,
μα και το παραλήρημα των μαλλιαρών το χρόνιον.

Π. – Κλείνει μπρος σου της σοφίας ο μυστηριώδης οίκος...
μη σιμώνεις εκεί πέρα, μην κτυπάς την πόρτ΄ αγροίκως.
Ο μεγάλος δάσκαλός μας, ο κυρ Γιάννης, είναι μέσα,

πούμαθε τα γλωσσικά
και τα κορακιστικά,
καθώς γράφει μοναχός του, πρώτα πρώτα στην Οντέσσα,
και κατόπις, Φασουλή, μες στην Πόλη με δυο δούλες,
την Σοφιά, την Αθηνιά, φαμ ντε λεττρ και νοστιμούλες.

Ο κυρ Γιάννης είναι μέσα, γλωσσολόγος, γλωσσοτρίπτης,
γλωσσοκόπος, γλωσσοτρόφος, γλωσσοτόμος, γλωσσογλύπτης,
γλώσσασπις, γλωσσηματίας, γλωσσογάστωρ, γλωσσοπλάστης,
γλωσσοδαίδαλος, γλωσσώδης, γλωσσοκλώστης, γλωσσοκλάστης.

Μη στων Μουσών το τέμενος κτυπάς, ντεληφυσέκη,

κι ο Γιάννης μέσα στέκει,
Γιάννης ο γλωσσοκάτοχος, ο γλωσσοβαρυμπόμπης,
Γιάννης γλωσσοπυρσόμορφος και γλωσσοκηλοκόμπης.

Φ. – Ελύσσαξες, παλιάνθρωπε, με τούτον τον κυρ Γιάννη...
στων Ανιάτων τον χορό δεν πήγες; πώς σου φάνη;
Τι κρύες εκλογές κι αυτές!... πού καιομένη βάτος;
μόν΄ ο χορός απέμεινε παρηγοριά στο κράτος.

Μ΄ ευρώστους και με πάσχοντας πήδα λοιπόν, αδρέφι,

και κάτω στην Ανατολή
το κιάλι του μουστακαλή
δεν διακρίνει νέφη.


Μόν΄ ο χορός απέμεινε του κράτους ευθυμία,
κι ο Γουναράκης βεβαιοί πως μέσα στα ταμεία
δεν ήταν τέτοια ποντικών χορευτική πληθώρα

καμιά φορά σαν τώρα.

Π. – Απ΄ το Πανεπιστήμιο περνούσα χθες το βράδυ
κι ο Κοραής εγυάλιζε στης νύκτας το σκοτάδι.
Κι εγώ τον επλησίασα και τούπα: πατριώτη,
ο Γιάννης ο Παρισινός σε λέει βλάκα Χιώτη.

Απέδειξε του Παρισιού το διαβολο-Χιωτάκι
πως ήσουν φούσκα μοναχά κι από μυαλό κουκούτσι,
πως όλες σου τις έγδοσες τις έκανε χαντάκι,
και σένα σε ρεζίλεψε και σ΄ έκανε παπούτσι.
Εσύ για γλώσσα τίποτις δεν σκάμπαζες ποτέ
κι αδίκως σούχουν προτομή μαρμάρινη, κουτέ.

Κι ο Κοραής μ΄ εφώναξε και μούπε: στραβοκάνη,
εκ μέρους μου παρακαλώ να γράψεις του κυρ Γιάννη
να πάρει τα μαγνάδια του και τη γραμματική του
και στη δική μου προτομή να βάλει τη δική του.

Φ. – Πω! πω! τι κρύες εκλογές του ψωροβασιλείου...
πλην εύγε και στον Κόκκινον, τον Δήμαρχον Ναυπλίου,
που μόνος υποψήφιον εκθέτει βουλευτήν
Στάθην τον Γλυμενόπουλον, γενναίον δωρητήν.


Βλέπω παντού συνδυασμούς,
αλλά καμιά προσήλωσις,
κανένας λόγος για θεσμούς,
καμία διαδήλωσις.
Εγώ γι΄ αυτές τις εκλογές χαμπάρι δεν επήρα
κι επιθυμώ να βγάλουνε τον Μάτεση στη Σύρα.


Π. –
Βρε καλέ μας, βρε κακέ μας,
γλωσσοκάμπτη δάσκαλέ μας,
όχτρητα καμιά μην έχεις και μ΄ εμάς τους δύο τώρα,

και τον Φασουλή συχώρα
που σαν χάχας απορεί
πώς σ΄ αρέσ΄ η μαλλιαρή.

Κάνε ποιητή και τούτον σαν τους άλλους ποιητάδες,
κάνε τον και γλωσσολόγο σαν τους δημοτικιστάδες.
Σαν δεν είναι ποιητής πώς θα βγάλει το ψωμί του;
πώς κοντά σου μια φορά θα στηθεί κι η προτομή του;

Δάσκαλε του Παρισιού, που παραγνωρίζεσαι,
λάβε και γι΄ αυτόν πιτιέ, μην τον συνερίζεσαι.
Δώστου, δάσκαλε, δυο κόκκους της δικής σου της σοφιάς,
δώσε και σ΄ αυτόν ορπίδα πως θα γένει συγγραφιάς,
να σε φκαριστώ κι εγώ, γλωσσομάχος Αρλεκίνος,

να σε φκαριστεί κι εκείνος,
κι όλο να παραληρεί
για τη δόλια μαλλιαρή.

Φ. – Θεός σχωρέσ΄ τους μαλλιαρούς... έλα και δώσμου ξύλο...

τι κρύες εκλογές! πω! πω!...
γι΄ αυτές δεν έχω τι να πω,
κι αν έλειπαν κι οι μαλλιαροί δεν θάβγαινε το φύλλο.-

 Από την έμμετρη εφημερίδα Ο Ρωμηός, φύλλο 877 (29 Ιανουαρίου 1905), σ. 1-4.


Ποίος πιστεύετε ότι πρέπει να έχει τα δικαιώματα εκμετάλευσης και είσπραξης των εσόδων των Ιαμματικών Λουτρών Αμμουδάρας

Σε ποιές ηλικίες πιστέυετε ότι απευθύνονται τα Ιαμματικά Λουτρά

Από την προσωπική σας εμπειρία, ή το στενό σας κύκλο, πόσο ωφελούν τα Ιαμματικά Λουτρά

Ομάδα δημιουργίας

e-mail Πολιτιστικού συλλόγου Αμμουδάρας

  • nikoseap10@gmail.com